- λαλήσῃ
- λαλήσηι , λάλησιςfem dat sg (epic)λαλέωtalkaor subj mid 2nd sgλαλέωtalkaor subj act 3rd sgλαλέωtalkfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαλήσηι — λάλησις fem dat sg (epic) λαλήσῃ , λαλέω talk aor subj mid 2nd sg λαλήσῃ , λαλέω talk aor subj act 3rd sg λαλήσῃ , λαλέω talk fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek